Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Η Τσαμπούνα


Η Τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η Γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως Σαμπούνα στην Άνδρο, Ασκομαντούρα στην Κρήτη, Τσαμπουνοφυλάκα στην Ικαρία.

Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη και αποτελείται από τα τρία μέρη: Το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή παραγωγής ήχου, την Τσαμπούνα.

Το ασκί ή τουλούμι φτιάχνεται από δέρμα κατσίκας. Αρχικά γδέρνουν το ζώο και εν συνεχεία το αλατίζουν στην εσωτερική του μεριά, αφήνοντας το τυλιγμένο για αρκετές μέρες ώστε να «σφίξει» το δέρμα.

Κατόπιν κουρεύεται η τρίχα σε μήκος περίπου 1 - 1,5 εκ. και ξεβγάζεται καλά το δέρμα. Με τη γούνα εσωτερικά, δένεται στο λαιμό και στο πίσω μέρος (πίσω πόδια και ουρά). Στα δύο μπροστινά πόδια που παραμένουν ελεύθερα, προσαρμόζεται η Τσαμπούνα και το επιστόμιο.

Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από ξύλο πικροδάφνης και είναι 7 - 8 εκ. Έχει αυλάκι στο εσωτερικό που καταλήγει σε χωνί. Το χωνί δεν αποτελεί πάντα συνέχεια του ίδιου ξύλου, μπορεί να είναι και από κέρατο βοδιού ή χοντρό καλάμι. Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο, ενώ τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια» ή «πιπίνια», που βγάζουν τη «φωνή».

Τα καλάμια πρέπει να έχουν ίσο μήκος και πάχος, για να δώσουν ίδιο τονικό ύψος. Το ένα είναι για τη μελωδία και έχει 5-6 τρύπες, ενώ το άλλο για το ίσο, με 1 τρύπα. Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο άκρο του έχει μονό γλωσσίδι. Αυτά τοποθετούνται μέσα από το δέρμα στο ένα από τα ελεύθερα πόδια του ζώου. Στο άλλο πόδι εφαρμόζεται το επιστόμιο, η συσκευή που φυσάει ο οργανοπαίκτης.

Το επιστόμιο είναι ένας μικρός σωλήνας από καλάμι ή πικροδάφνη, ο οποίος προσαρμόζεται στο δέρμα ή στην τρύπα ενός καρουλιού που στερεώνεται στο ίδιο σημείο. Εκεί τοποθετείται και η δερμάτινη βαλβίδα, ώστε να μην φεύγει ο αέρας στο διάστημα που ο τσαμπουνιέρης σταματά για να πάρει ανάσα.

Το ασκί με το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να φυράνει και να ξεραθεί. Συνηθισμένος τρόπος συντήρησης, ώστε να παραμένει μαλακό και να μη χάνει αέρα, είναι το πλύσιμο στη Θάλασσα.

Η Τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει. Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή, ενώ ανάλογα με την απόσταση που έχουν οι τρύπες στα καλάμια καθορίζονται και τα διαστήματα.

Οι μελωδίες που παίζονται με την Τσαμπούνα έχουν μικρή έκταση, (συνήθως μία 6η) και οι τσαμπουνιέρηδες τις στολίζουν με πολλά ποικίλματα και ξένες νότες. Ο ήχος της Τσαμπούνας είναι οξύς και δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Παίζεται συνήθως, μαζί με άλλα όργανα, σε πανηγύρια, τοπικές εορτές και γάμους.
Το άρθρο λήφτηκε από την ιστοσελίδα http://soc-arksrv3.aegean.gr/music/protypo2.php?lng=Z3JlZWs=- Αρχείο μουσικού πολιτισμού Βορείου Αιγαίου.

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Συνεχίζοντας την παράδοση...


Εκεί στο χώμα κείτεται κι αναμένει...αναμένει υπομονετικά το μάστορά της για την ξυπνήσει...

Για γεμίσει και πάλι τη γη της Κρήτης με ήχους γλυκούς ...ήχους απόκοσμους..ήχους ρομαντικούς...ήχους της φύσης..ήχους απαλούς σαν των πουλιών το πρωινό ξύπνημα...σαν των αρνιών και των προβάτων το στόλισμα των βουνών...σαν των ανθρώπων το πρόσχαρο γέλιο ...

Εκεί στο χώμα αναμένει...για να γεμίσει την ψυχή μας με θύμισες παλιές...στιγμές όμορφες και απλοικές... στιγμές ηρωικές της Κρήτης...

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Η ιστορία της κρητικής λύρας


Η κρητική λύρα ανήκει στην κατηγορία των χορδόφωνων μουσικών οργάνων με δοξάρι και έχει τις ρίζες της στην Ανατολή. Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο αποκαλούμενο σήμερα λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο και η βροντόλυρα ή χοντρόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς και την επιρροή του βιολιού, προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα.


Κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο κάποιας ηλικίας (τουλάχιστον 10 ετών) και συνήθως χρησιμοποιείται ασφένταμος, καρυδιά, μουρνιά, κ.α. Η σκάφη, το κοίλο σκαφτό σώμα της λύρας λέγεται και καύκα ή καυκί. Το καπάκι (εμπρόσθιο μέρος) είναι αυτό που επηρεάζει άμεσα τον ήχο του οργάνου και ιδανικό υλικό για την κατασκευή του θεωρείται το κατράνι (υλικό ηλικίας άνω των 300 ετών που προέρχεται από δοκάρια παλαιών κτισμάτων). Παλιά οι χορδές ήταν εντέρινες και το δοξάρι είχε τρίχες από ουρά αλόγου που συνήθως έφερε μια σειρά από σφαιρικά κουδουνάκια, τα λεγόμενα γερακοκούδουνα. Σήμερα που η λύρα συνοδεύεται από άλλα μουσικά όργανα (λαούτο, κιθάρα κ.α.) χρησιμοποιείται συνήθως δοξάρι βιολιού.


Η λύρα στον ελληνικό χώρο


Για να διερευνήσουμε τη χρονική αφετηρία της παρουσίας των εγχόρδων μουσικών οργάνων στην Κρήτη πρέπει να εξετάσουμε την παρουσία τους στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου ή, ακόμη ευρύτερα, της ανατολικής Μεσογείου και γενικά της βυζαντινής επικράτειας.


Συγκεκριμένα για τη λύρα γνωρίζουμε ότι από το 10ο αιώνα (901-1000 μ.Χ.) υπήρχε ήδη στο βυζαντινό χώρο. Εκτός από τις παραστάσεις στο ανάγλυφο ελεφάντινο βυζαντινό κιβωτίδιο του 10ου ή 11ου αιώνα που σώζεται στο μουσείο της Φλωρεντίας και στα ιστορημένα (εικονογραφημένα) χειρόγραφα του 11ου αιώνα, βαρύνουσα σημασία έχει και η αναφορά του Πέρση Ibn Kurdadhbih προς το χαλίφη Al Mutamid, όπου, ανάμεσα σε άλλα βυζαντινά όργανα, αναφέρει τη λύρα (“lura”), περιγράφοντάς την ως ξύλινο όργανο με πέντε χορδές «όμοιο με το αραβικό ρεμπάμπ».


Η αναφορά αυτή, εκτός από την παλαιότητά της, είναι ιδιαίτερα σημαντική για δύο ακόμη λόγους: πρώτον, γιατί αναφέρει την ελληνική ονομασία λύρα και, δεύτερον, γιατί θεωρεί το συγκεκριμένο όργανο «όμοιο με το ρεμπάμπ» και όχι προερχόμενο από το ρεμπάμπ.

Αυτό δεν αποκλείει οπωσδήποτε την προέλευση της βυζαντινής λύρας από τον αραβικό κόσμο, όμως πρέπει να διερευνηθεί η ακριβής σχέση της τόσο με τα τοξωτά έγχορδα της Ανατολής (Ινδία και, στη συνέχεια, Άραβες) όσο και με την αρχαία ελληνική λύρα. Το όνομα λύρα για το συγκεκριμένο όργανο δεν εντοπίζεται μόνο στη μορφωμένη Κωνσταντινούπολη (όπου θα μπορούσε να έχει δοθεί από λογίους σ’ ένα νεοεισαχθέν όργανο που τους θύμιζε κάπως την αρχαία άρπα), αλλά σε όλο τον ελληνικό χώρο, με εξαίρεση την περιοχή των Σερρών, όπου λεγόταν ζίγκα ή γκίγκα πιθανόν κατά ξενική επίδραση (πάντως οι Τούρκοι ονομάζουν την ελληνική λύρα «ρουμ κεμεντζέ», που σημαίνει ακριβώς «ρωμαίικη λύρα»):


«Για δώστε μου τη λύρα μου, το δόλιο μου δοξάρι,να θυμηθώ τσ’ αγάπης μου, σήμερο τηνε χάνω».(ακριτικό τραγούδι, από τη συλλογή της Ακαδημίας ΑθηνώνΕλληνικά δημοτικά τραγούδια Α΄, Αθήναι 1962, σελ. 116).

Η άποψη του Κλοντ Φωριέλ ότι οι τυφλοί Έλληνες λαϊκοί ποιητές «τραγουδούν παίζοντας με το δοξάρι ένα όργανο με χορδές που είναι ακριβώς η λύρα των αρχαίων Ελλήνων, και που έχει διατηρήσει και το όνομα και τη μορφή. Η λύρα, για να είναι πλήρης, πρέπει να έχει πέντε χορδές, αλλά συνήθως δεν έχει παρά δύο ή τρεις, που οι ήχοι της, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, δεν είναι και πολύ αρμονικοί…». Ο Φωριέλ γράφει το 1824 και θεωρεί αυτονόητα τη λύρα ελληνικό μουσικό όργανο.


Γεώργιος Χατζηδάκις στο κεφάλαιο για την καταγωγή της κρητικής λύρας του έργου του Κρητική Μουσική, αν και αναγνωρίζει ότι «η σημερινή και η αρχαία λύρα από απόψεως κατασκευής παρουσιάζουν κατά βάσιν κοινά τινα τεχνικά γνωρίσματα», τα οποία περιγράφει διεξοδικά (στο σχήμα, το ηχείο, τα κλειδιά –στριφτάλια, κ.τ.λ.), εντούτοις είναι της άποψης ότι δεν πρόκειται για το ίδιο όργανο, κυρίως επειδή η αρχαία λύρα ήταν νυκτό όργανο (παιζόταν με πλήκτρο, δηλ. πένα), ενώ η νεότερη τοξωτό, το δε τόξο (δοξάρι) θεωρεί, όχι άδικα, προϊόν της ανατολής: τόσο η οικογένεια του βιολιού όσο και η οικογένεια της λύρας έλκουν την καταγωγή τους από τις Ινδίες. Ακόμη και την ινδιάνικη λύρα, που εκτίθεται στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών της Νέας Υόρκης, συνοδεύει σημείωμα ότι «το όργανο τούτο μετεκομίσθη από τας Ινδίας εις την Αμερικήν» (η απώτερη καταγωγή των ιθαγενών της Αμερικής θεωρείται ασιατική, οι πρόγονοί τους πέρασαν στην αμερικανική ήπειρο μέσω του Βερίγγειου Πορθμού).


Σε κάθε περίπτωση δεν γνωρίζουμε πότε οι Βυζαντινοί άρχισαν να παίζουν λύρα• ακόμη και αν δεν έχουμε να κάνουμε με μια παράδοση που συνεχίζεται από την αρχαιότητα (και η νεότερη λύρα δεν είναι, αναπάντεχα, άμεσος απόγονος της αρχαίας ελληνικής) αλλά ήρθε πράγματι από τον αραβικό κόσμο, δε γνωρίζουμε πόσο παλαιότερα από το 10ο αιώνα συνέβη αυτή η πολιτισμική «συναλλαγή». Τον 11ο αιώνα μ.Χ. τα τοξωτά έγχορδα είναι εξαπλωμένα σε όλη τη μεσογειακή Ευρώπη και πιο ψηλά, ως τους Κέλτες και τις Βρετανικές Νήσους. Σε γερμανικά χειρόγραφα του 12ου αιώνα η ονομασία διατηρείται: lyra. Στην Ιταλία διατηρήθηκαν τα ονόματα Lira di braccio και Lira da gamba έως και τον 16ο αιώνα. Η λύρα των Βυζαντινών σε παραλλαγές σχημάτων και ονομάτων (fiddle, viele, viola, rebec, ribeca, rubeba), έγινε στην Ευρώπη το κυριότερο έγχορδο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Το 1484 ο Φλαμανδός μουσικός Johannes Tinctoris έγραφε: «Η βιόλα όπως λένε, ανακαλύφθηκε από τους Έλληνες».


Σε ολόκληρο το τόξο από την Κωνσταντινούπολη ώς την Κρήτη, που περιλαμβάνει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, έχουμε λύρα ως τα μέσα του εικοστού αιώνα, οπότε η λύρα εκτοπίζεται από το βιολί. Λύρα έχουμε επίσης στην Αγία Ελένη Σερρών (αναστενάρικη λύρα), όπου επικρατεί, όπως είπαμε, η ονομασία ζίγκα ή γκίγκα• η λύρα εκείνη διαφέρει από τη βυζαντινή (την πολίτικη) προδίδοντας ίσως περισσότερο τουρκικές επιδράσεις.

Η λύρα στην Κρήτη


Το κρητικό λυράκι είναι σχεδόν ίδιο με την πολίτικη λύρα, δηλαδή τη λύρα της Κωνσταντινούπολης. Για την προέλευσή του πρέπει να αντιμετωπίσουμε δύο πιθανές εκδοχές:

α. Τη λύρα έφεραν οι Άραβες, που παρέμειναν στην Κρήτη ως κατακτητές (προερχόμενοι από την Ισπανία) τα έτη 823-961 μ.Χ., και παρέμεινε στην Κρήτη έκτοτε χωρίς διακοπή (αυτό θα σημαίνει ότι το αραβικό ρεμπάμπ της εποχής εκείνης είναι μορφολογικά ίδιο με τη βυζαντινή λύρα).

β. Ήρθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη, είτε (το πιθανότερο) από το στρατό του Νικηφόρου Φωκά και τους Βυζαντινούς που ακολούθησαν είτε μέσω Δωδεκανήσου, οπότε η είσοδός της στο νησί πρέπει να άρχισε από την πλευρά της Σητείας (που γειτονεύει με την Κάσο και την Κάρπαθο) και να είχε συντελεστεί το πολύ ως το 12ο αιώνα (1101-1200 μ.Χ.), αφού δύο αιώνες για το μουσικό «ταξίδι» από την Πόλη ως την Κρήτη είναι υπεραρκετοί. Πολύ περισσότερο μάλιστα εφ’ όσον οι Κρητικοί ήταν, ως γνωστόν, σπουδαίοι ναυτικοί: ο Γάλλος περιηγητής Andrè Thevet το 1549 έγραφε: «Οι Κρητικοί είναι σπουδαίοι πιλότοι και έμπειροι ναυτικοί. Χρησιμοποιούν μικρά πλεούμενα που τα αποκαλούν squiraces. Όταν είναι μπουνάτσα πέντε τούρκικες φούστες δε μπορούν ν’ αναμετρηθούν μ’ ένα απ’ αυτά τα κρητικά καραβάκια».

Υπέρ της δεύτερης εκδοχής είναι ότι και στην Κρήτη για το συγκεκριμένο όργανο είναι γνωστό μόνο το ελληνικό όνομα λύρα και δεν υπάρχει μαρτυρία ή ανάμνηση σε καμία τοπική παράδοση ότι χρησιμοποιήθηκε ποτέ γι’ αυτό το όνομα ρεμπάμπ, ρεμπέκ, κεμεντζές ή άλλος ξενόγλωσσος όρος. Και στις δύο περιπτώσεις είναι προφανές ότι οι Ενετοί, ερχόμενοι στην Κρήτη το 1211, βρήκαν ήδη τη λύρα εδώ, ως λαϊκό όργανο βέβαια (όπως και στα Δωδεκάνησα) δηλαδή σε πρωτόγονη μορφή (λυράκια κατασκευασμένα από τους ίδιους τους λυράρηδες των χωριών από δέντρα της περιοχής τους και δοξάρια από ουρά αλόγου ή και γαϊδάρου –με το συμπάθιο– όπως ακριβώς τα λυράκια που ξέρουμε από τους αμέτρητους λυράρηδες των κρητικών χωριών του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, πριν η κρητική λύρα πάρει την τυπική σύγχρονη μορφή της με την καθοριστική συμβολή του θρυλικού Ρεθεμνιώτη λυράρη Ανδρέα Ροδινού, και των επίσης Ρεθυμνιωτών οργανοποιών Γιάννη Παπαδάκη ή Καρεκλά και Μανώλη Σταγάκη.

Τα γερακοκούδουνα στο δοξάρι της κρητικής λύρας είναι μια επιπλέον, εξαιρετικά σημαντική ένδειξη για την παρουσία της λύρας στην Κρήτη το αργότερο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, οπότε οι άρχοντες κυνηγούσαν με γεράκια, στα πόδια των οποίων φορούσαν τα γερακοκούδουνα, αν όχι και κατά τη βυζαντινή περίοδο, από ανάλογους κυνηγούς. Οι Τούρκοι της Κρήτης ποτέ δεν κυνήγησαν με γεράκια (μόνο με λαγωναρές σκύλες, όπως και οι απλοί Κρητικοί χωρικοί). Τα γερακοκούδουνα, επομένως, μπήκαν στο δοξάρι της κρητικής λύρας (μόνο της λύρας, που ήταν όργανο της υπαίθρου, ποτέ του βιολιού, που ήταν ένα αστικό όργανο) είτε κατά τη βυζαντινή είτε κατά την ενετική εποχή.


Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή τα κουδουνάκια έμπαιναν στο δοξάρι αφού είχε πάψει να χρησιμοποιείται το κυνήγι με γεράκια, μόνο από το ιερατικό θυμιατό θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί, οπότε το πιθανότερο είναι ότι θα ονομάζονταν παπαδοκούδουνα ή με κάποιο παρεμφερή όρο. Το θυμιατό ήταν πάντα σε χρήση, με εξαίρεση ίσως ταραγμένες εποχές. Η εικόνα των κουδουνιών του θυμιατού ήταν πολύ πιο κοντά στα μάτια των Κρητικών χωρικών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ακόμη και στους γέρους της πρώτης γενιάς, που θυμούνταν την εποχή των Ενετών και των αρχοντορωμαίων, απ’ ό,τι η εικόνα του κυνηγετικού γερακιού.


Είναι γεγονός ότι οι αναφορές των κείμενων της Ενετοκρατίας σε λαϊκά μουσικά όργανα αναφέρουν σχεδόν αποκλειστικά πνευστά και κρουστά. Ίσως η μπαντούρα, η ασκομαντούρα και το θιαμπόλι (σφυροχάμπιολο, το κρητικό σουραύλι) να ήταν ακόμη διαδεδομένα στην κρητική ύπαιθρο περισσότερο από τη λύρα, αφού και ως τις αρχές του 20ού αιώνα η διάδοσή τους ήταν σημαντική. Περιηγητές επίσης όπως ο Pierre Belon (1553) περιγράφοντας χορούς των Σφακιανών δεν αναφέρουν καθόλου μουσικά όργανα. Ο Χατζηδάκης μάλιστα επικαλείται τον Belon για να στηρίξει την άποψη ότι δεν υπήρχε λύρα στην Κρήτη το 16ο αιώνα, ξεχνώντας ότι οι Σφακιανοί ποτέ, μέχρι και την εποχή μας, δεν επιδόθηκαν στη χρήση έγχορδων οργάνων.


Ωστόσο, συνήθως παραγνωρίζεται μία σημαντική αναφορά. Είναι του Στέφανου Σαχλίκη , ποιητή του Χάνδακα του 14ου αιώνα, από τους προδρόμους της Κρητικής Αναγέννησης:
«Λοιπόν, όποιος ορέγεται να μάθη διά την μοίραν,το πώς παίζει τον άτυχον, ωσάν παιγνιώτης λύρανας έλθη ν’ αναγνώση εδώ τούτο το καταλόγι…».


Είναι πιθανόν, ότι η αναφορά δε γίνεται στην αρχαία άρπα ούτε στην ιταλική lira (όπως πίστευε ο αείμνηστος Νικόλαος Παναγιωτάκης), αλλά στη λαϊκή κρητική λύρα της εποχής του ποιητή (περίπου 1331-1400), πράγμα που αποδεικνύεται από τη λέξη παιγνιώτης, δηλαδή την ιδιωματική λέξη που χρησιμοποιείται από τους Κρητικούς για να δηλώσει τόσο το σκοπευτή όσο και τον οργανοπαίχτη. Η παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Παναγιωτάκης ότι «ο Σαχλίκης ήταν αστός», που όμως έζησε από κοντά τη λαϊκή ζωή της υπαίθρου, ιδίως αφού κατέφυγε στο Πενταμόδι Ηρακλείου μετά την ολοκληρωτική πτώχευσή του από την άσωτη ζωή που έκανε, παραπέμπει λοιπόν καταφανώς σε μια εικόνα της λαϊκής ζωής της κρητικής υπαίθρου της εποχής του, με έναν παιγνιώτη που παίζει λύρα, και όχι σε μια εικόνα Ιταλού μουζικάντη ή αρχαίου Έλληνα αρπιστή.

Την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν δύο από τους σημαντικότερους νεότερους μελετητές της εποχής εκείνης, ο Φαίδων Κουκουλές και ο Στυλιανός Αλεξίου. Και οι δύο συγκαταλέγουν με βεβαιότητα την κρητική λύρα στα μουσικά όργανα της βενετοκρατούμενης Κρήτης, με αντίστοιχες αναφορές ο μεν Κουκουλές στο άρθρο του «Συμβολή εις την Κρητική λαογραφίαν επί Βενετοκρατίας», στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόμ. 3 (1940), σελ. 21, ο δε Αλεξίου στα Κρητικά Χρονικά του 1965 (τόμος ιθ΄), σελ. 165. Και οι δύο στηρίζουν την αναφορά τους στο Σαχλίκη. Μαζί τους συμφωνεί και ο Ελβετός εθνομουσικολόγος Samuel Baud-Bovy όπως σημειώνει σε άρθρο του σχετικά με την κρητική λύρα το 1977.

Όμως… Γύρω στα 1580-1600 ο Γεώργιος Χορτάτζης στο έργο του Κατζούρμπος προσθέτει ένα ακόμα στοιχείο σχετικά με την παρουσία της λύρας που μας διαφωτίζει ακόμη περισσότερο: ο Νικολός κάνει καντάδα στην αγαπημένη του παίζοντας λυρόνι! Η ακατάδεχτη Πουλισένα γκρινιάζει, τονίζοντας πως θα του άνοιγε την πόρτα μόνο αν «της κουδούνιζε ένα σακούλι κίτρινα» (=χρυσά νομίσματα), γιατί αυτή «δεν κομπώνεται» (=δεν ξεγελιέται) με καντάδες και μερακλίκια:

«Ανίσως κι εκουδούνιζε στο σπίτι μου αποκάτωμιαν ώρα το σακούλι του με κίτρινα γεμάτο,δεις ήθελες πώς άνοιγα, με μένα με λυρόνιμηδέ με το τραγούδι του ποσώς δε με κομπώνει…»(Κατζούρμπος, πράξη Α΄, στ. 195-198)

Πιο κάτω ο Νικολός διεκτραγωδεί τη μοίρα του, καθώς ετοιμάζονται να δώσουν την Πουλισένα σε άλλον, μονολογώντας:«Πήγαινε κι έρχου, Νικολό, μόνο με το λυρόνι,τραγούδα κι αναστέναζε, κι άλλος ας ξεφαντώνει.»(στο ίδιο, πράξη Β΄, στ. 409-410)

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι στον Κατζούρμπο φαίνεται να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στη λύρα και την κιθάρα. Στην αρχή του έργου, όπου βλέπουμε επί σκηνής την καντάδα του Νικολό, ο νέος δεν αναφέρεται να παίζει λυρόνι, αλλά «κιτάρα». Αρκεί να αναφέρουμε εδώ ότι στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου, στο λήμμα κιθαρίζω, παρατίθεται ως παράδειγμα ο στίχος (από αρχαίο συγγραφέα) αναλαμβάνων την λύραν εκιθάριζεν. Λύρα, κιθάρα και φόρμιγξ είναι τρεις όροι που φαίνεται να χρησιμοποιούνται ενίοτε για το ίδιο όργανο. Επίσης σύμφωνα με το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, όπου λιρόνι= το μουσικό όργανο λύρα (κρητική) [βεν. liron].

Το λυρόνι του Νικολό ωστόσο δεν ήταν κιθάρα, ούτε και αρχαία ελληνική λύρα. Το δεύτερο είναι προφανές από το ότι η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στην εποχή του ποιητή, στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, με αναφορές μάλιστα στην τουρκική επιθετικότητα της εποχής. Αλλά το κυριότερο είναι ότι η κιθάρα και η αρχαία λύρα ποτέ δεν αναφέρονται με υποκοριστικό. Αντίθετα, το μουσικό όργανο του Νικολό είναι μικρή λύρα (λυρόνι), σε αντιδιαστολή, προφανώς, με τις «κανονικές» λύρες, που ήταν μεγαλύτερες. Είναι προφανές ότι μόνο σ’ ένα όργανο ταιριάζει αυτό το χαρακτηριστικό: στο γνωστό μας λυράκι, την παλαιότερη μορφή της κρητικής λύρας που ξέρουμε. Η αναφορά στο λυρόνι του Νικολό, είναι ίσως η πιο αδιαφιλονίκητη μαρτυρία για τη χρήση της λαϊκής κρητικής λύρας την εποχή της Ενετοκρατίας.

Εδώ δεν είναι άστοχο ίσως να επισημάνουμε ότι η γνωστή αναφορά του Βιτσέντσου Κορνάρου στο λαούτο αφορά στο αστικό («αναγεννησιακό») ευρωπαϊκό λαούτο και όχι στο σημερινό κρητικό λαούτο, όργανο πολύ μεταγενέστερο, που συνδυάζει το χέρι (μανίκι) του ταμπουρά και το ηχείο (σκάφος) από το ούτι –γι’ αυτό και έχει μεγαλύτερο ηχείο τόσο από το στεριανό λαούτο όσο και από το νησιώτικο και το πολίτικο (λάφτα). Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881) στους «Κρητικούς Γάμους», περιγράφοντας πώς η Σοφία Δα Μολίν έπαιζε λαούτο, αναφέρει: «Το έγχορδον εκείνο πλήκτρον εκαλείτο λιούτον. Η χρήσις του, εκλιπούσα προ πολλού, μικράς αφήκεν αναμνήσεις εις τα δημοτικά ποιήματα της συγχρόνου κρητικής σχολής». Εκτός από το λαούτο υπήρχαν στις πόλεις όλα τα ευρωπαϊκά όργανα της εποχής (τσίτερες, βιόλες, λαούτα, άρπες, μπάσα και φιαούτα, κλαδοτζύμπαλα, τρουμπέτες…) .

Την εποχή της Ενετοκρατίας πρέπει να ήρθε στα αστικά κέντρα της Κρήτης το βιολί. Πόσο γρήγορα έφυγε από τις πόλεις και πήγε στα χωριά; Άγνωστο. Ο Παναγιωτάκης θεωρεί ότι αυτό συνέβη σχετικά γρήγορα. Επί του προκειμένου, πάντως, ας έχουμε υπόψιν ότι:

α. Το βιολί κατασκευάζεται πάντα από επαγγελματία οργανοποιό και ποτέ από τον ίδιο τον ερασιτέχνη μουσικό (όπως η λύρα), επομένως η εξάπλωσή του στα χωριά πρέπει να ήταν στην αρχή πολύ δύσκολη: όλα τα βιολιά που παίζονταν ήταν κατασκευασμένα στις πόλεις και προφανώς -το σπουδαιότερο- ακριβοπληρωμένα, άλλος ένας ανασταλτικός παράγοντας την εποχή εκείνη για τον πολύ λαό.

β. Στις περιοχές που γνωρίζουμε από μεταγενέστερες πηγές ότι παιζόταν λύρα δεν πρέπει να είχε διαδοθεί ποτέ το βιολί (το πολύ να υπήρχε ένας βιολάτορας κάπου κάπου, αστός ή ημιαστός), γιατί είναι απίθανο οι κάτοικοι να εγκατέλειψαν ένα τετράχορδο όργανο και να υιοθέτησαν ένα τρίχορδο (η μία λιγότερη χορδή σημαίνει μικρότερες παικτικές δυνατότητες – η προαναφερόμενη «πεντάχορδη λύρα», απ’ όσο είναι γνωστόν, δε μαρτυρείται ποτέ στην Κρήτη). Αντίθετα, στις περιοχές που διαδόθηκε, ή και κάποια στιγμή κυριάρχησε, το βιολί, ακόμη κι αν αυτό συνέβη μέσα του 17ου αιώνα (1650), είναι πολύ πιθανόν ότι υπήρχε ήδη παλαιότερα λύρα, η οποία συνυπήρξε με το βιολί για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα και είτε τελικά υποχώρησε (στην επαρχία Κισάμου) είτε συνυπάρχει ακόμη, όπως στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου –ας μην ξεχνούμε τη μεγάλη λασιθιώτικη παράδοση της λύρας, που, για το 19ο και τον 20ο αιώνα, περνάει από τα ονόματα ξακουστών λυράρηδων, όπως του Φοραδάρη, του Ιωάννη Σολιδάκη (Κιρλίμπα) και του Μαθιού Γαρεφαλλάκη.


Τουρκοκρατία

Ήδη το 1746 έχουμε την πρώτη αναφορά που συνδέει τη λύρα με την Κρήτη, θεωρώντας την κατ’ εξοχήν κρητικό μουσικό όργανο: ο Άγγλος περιηγητής Μ. Porter ταξιδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη βρίσκει ότι οι Έλληνες «τραγουδούν αδιάκοπα και χορεύουν. Παντού βλέπεις κρητικές λύρες και του Πανός τη σύριγγα που αποτελείται από εφτά άνισους αυλούς…». Τα όργανα αυτά παίζονταν μόνον από Έλληνες. Οι Τούρκοι, αντίθετα, «αποφεύγουν τους χορούς και δε συμπαθούν τη μουσική: “Όταν είναι υποχρεωμένοι να ζουν ανάμεσα σε Έλληνες ναυτικούς τους βλέπουν πάνω σε καράβι ή στη στεριά να χορεύουν με μουσική ή χωρίς όργανα κι εκείνοι κάθονται παράμερα”» .


Τι εννοεί ο συγγραφέας χαρακτηρίζοντας κρητικές τις λύρες που είδε στην Κωνσταντινούπολη; Ήταν πράγματι κρητικά λυράκια, τα οποία διέκρινε από τα πολίτικα λόγω των διαφορών τους στο δέσιμο των χορδών και πιθανόν στο δοξάρι με τα γερακοκούδουνα; Ή απλώς είχε συνδέσει, για κάποιο λόγο, τη λύρα αποκλειστικά με την Κρήτη κι έτσι θεώρησε αυτονόητο ότι οι πολίτικες λύρες που είδε ήταν κρητικές; Άγνωστο (ταξίδι του πάντως στην Κρήτη δεν αναφέρεται)• το βέβαιο είναι ότι στην εποχή του η λύρα υπήρχε και ήταν διαδεδομένη και καθιερωμένη στην Κρήτη.

Ο παλαιότερος ονομαστικά καταγεγραμμένος Κρητικός λυράρης θεωρείται ο Θοδωρομανώλης (1778-1818) από το Επανωχώρι Σελίνου του νομού Χανίων, περίπου σύγχρονος του θρυλικού Κισαμίτη βιολάτορα Στέφανου Τριανταφυλλάκη ή Κιώρου (1740-1790). Ο Θοδωρομανώλης, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Δεικτάκη, «έπαιζε στη λύρα του τους πολλούς καημούς και τις λίγες χαρές της Κρήτης… Στους ρυθμούς της έβρισκε δρόμους απατηλής διαφυγής, στις μαντινάδες τραγουδούσε αντάρτικα υπονοούμενα. Οι σκοποί θύμιζαν ανάσταση του σκλάβου. Τα συρτά ηρωϊκούς οραματισμούς». Ο Θοδωρομανώλης σκότωσε τον άγριο γενίτσαρο του Επανωχωριού Εμίν Βέργερη, επειδή τον διέταξε να έρθει με τη λύρα του και να φέρει τις ξαδέρφες του και τη χήρα θεια του «να διασκεδάσουν» στον οντά του Βέργερη. Τα αποτελέσματα τέτοιων «προσκλήσεων», οδυνηρά και ατιμωτικά για τις χριστιανές, ήταν γνωστά! Μετά την πράξη του, ο Θοδωρομανώλης φυγοδίκησε και τελικά συνελήφθη στον Ομαλό, θανατώθηκε και το λείψανό του σύρθηκε για τρεις ημέρες στους δρόμους των Χανίων, δεμένο στην ουρά ενός αλόγου, για παραδειγματισμό. Ήταν μόλις 40 ετών.

Περίπου την ίδια εποχή, στη ρίμα του Γιώργη του Σκατόβεργα, που καταγράφηκε από τον Φωριέλ , συναντούμε τη λύρα στα χέρια του Ηρακλειώτη ριμαδόρου:

«Εγώ λοιπόν την έκαμα αυτή την ιστορία,και παίζω την στην λύρα μου, διά παρηγορία… ».

Ο Φωριέλ, όπως είπαμε, εξέδωσε το βιβλίο του το 1824. Τα γεγονότα που περιγράφει η ρίμα (ο φόνος του αιμοσταγούς αγά Μόχογλου από τον Σκατόβεργα στο Μοχό Ηρακλείου και οι περιπέτειες του ήρωα ώς το θάνατό του) συνέβησαν, όπως γράφει ο ίδιος, το 1806. Ρίμες της έκτασης της συγκεκριμένης (104 στίχοι) γράφονταν και γράφονται από τους λαϊκούς ποιητές (ριμαδόρους) της Κρήτης αμέσως μετά τα γεγονότα που αφηγούνται. Το αργότερο ώς το 1816 πρέπει να είχε γραφτεί η συγκεκριμένη ρίμα, αλλιώς το πράμα θελά ’χει μαρουβίσει (παλιώσει) πολύ.


Ο Γάλλος περιηγητής M.J. Tancoigne επισκέφθηκε την Κρήτη την τριετία 1811-1814. Πέρασε τον περισσότερο χρόνο του στην περιοχή των Χανίων και αναφέρεται στα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες και την καθημερινότητα των Κρητών. Εκεί καταγράφει την εμπειρία του από «τους διαπεραστικούς και παράτονους ήχους μιας λύρας πρωτόγονης κατασκευής (Η λύρα των Νεοελλήνων δεν έχει καμία ομοιότητα με το ομώνυμο μουσικό όργανο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι. Αυτή δεν έχει παρά μόνο τρεις χορδές και στο σχήμα μοιάζει με μαντολίνο μικρών διαστάσεων. Οι Έλληνες παίζουν το όργανο αυτό χρησιμοποιώντας δοξάρι).

Το 1817 ο Αυστριακός περιηγητής F. W. Sieber κατέγραψε τη συνάντησή του με ένα τυφλό νεαρό λυράρη που έπαιζε τετράχορδη, όπως αναφέρει, λύρα στο Καρύδι Σητείας . Ο Sieber δεν ικανοποιήθηκε από το παίξιμό του, γενικά όμως δεν εκφράζεται με ευαρέσκεια για τη μουσική και τους χορούς της Κρήτης (ό.π., σελ. 61-62, 74).


Το 1842 ο περιηγητής Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος βρίσκει λυράρηδες σε κάθε χωριό της Κρήτης, ακόμη και στα στρατόπεδα των επαναστατών, ενώ δεν φαίνεται να γνωρίζει ούτε μία περίπτωση οθωμανού λυράρη: «Η λύρα είναι το κοινόν των Κρητών όργανον, την οποίαν κρούουν ωραία, και είναι σπάνιον να υπάρχη χωρίον όπου να μην είναι είς ή δύο κρούοντες την λύραν». Και σε υποσημείωση: «Οι Κρήτες αγαπούν καθ’ υπερβολήν τον χορόν, εις τα στρατόπεδά των έφερναν πάντοτε λύρας» (Μ. Χουρμούζη Βυζάντιου, Κρητικά, Αθήναι 1842, σελ. 30-31).

Τέλος, προς επίρρωσιν των ανωτέρω, ας αναφέρουμε απλώς το απόσπασμα από το έργο του «νεωτέρου περιηγητού Λοίχερος» [αναφέρεται στον Γερμανό πανεπιστημιακό καθηγητή Franz von Loeher (1877)] που παραθέτει ο Ψιλάκης και περιγράφει με ζωηρότητα Κρητικούς πάνοπλους με τόξα και βέλη να χορεύουν πηδηχτό γύρω στο 1790: «Και κατά τα τέλη της προτέρας εκατονταετηρίδος ωρχούντο [=χόρευαν] έτι οι Κρήτες την πυρρίχην, την παναρχαίαν των Κρητών όρχησιν… υπό τους οξείς, τραχείς και φαιδρούς της φόρμιγγος ήχους». Φόρμιγξ=λύρα (η αρχαιοελληνική –τις συνδέει).


Οι μαρτυρίες αυτές μάλλον συνηγορούν, υπέρ της άποψης ότι οι Τούρκοι ερχόμενοι στην Κρήτη (1642) δεν έφεραν μαζί τους τη λύρα, αλλά τη βρήκαν ήδη εδώ, στα χέρια των χριστιανών, και την υιοθέτησαν περιορισμένα και μόνο λόγω αλληλεπίδρασης με τους ραγιάδες τους ή, το κυριότερο, σε περιπτώσεις που οι ίδιοι ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί ή απόγονοι εξισλαμισμένων. Αλλιώς θα πρέπει να υποθέσουμε ότι την…εγκατέλειψαν στην πορεία αφήνοντάς την στα χέρια των χριστιανών, αφού ελάχιστες περιπτώσεις Τουρκοκρητικών λυράρηδων γνωρίζουμε, τόσες όσες και οι περιπτώσεις Τουρκοκρητικών βιολατόρων, χορευτών και ριμαδόρων.


Οι συγγραφείς του 19ου αιώνα


Τον 19ο αιώνα, όταν οι συγγραφείς άρχισαν να ενδιαφέρονται για το τι γίνεται στην ύπαιθρο (στα χωριά), αρχίζουν απανωτές αναφορές στη λύρα ως χαρακτηριστικό όργανο των Κρητικών (αναφορές γίνονται μόνο στους χριστιανούς του νησιού, τους μόνους θεωρούμενους ως Έλληνες), ενώ παραδόξως σχεδόν αγνοούνται τα άλλα μουσικά όργανα. Αυτό, πιθανότατα, οφείλεται στη μεγάλη διάδοση που είχε η λύρα στο νησί (κάθε χωριό και λυράρης, ίσως κάθε γειτονιά και λυράρης, όπως ξέρουμε από τα κρητικά χωριά του 19ου και του 20ού αιώνα), όπως φαίνεται στα Κρητικά του Χουρμούζη Βυζάντιου, έχοντας ήδη υποσκελίσει ακόμη και τα πνευστά (μπαντούρα, ασκομαντούρα και σφυροχάμπιολο), ενώ το βιολί ήταν περιορισμένο τοπικά, το δε λαούτο και το μαντολίνο ίσως δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί καν στην κρητική ύπαιθρο.


Έτσι, ο Αντώνιος Αντωνιάδης στο έπος του «Κρητηΐς» (1867) περιγράφει με ιδιαίτερη ζωντάνια, αλλά και σαφείς αναγωγές στις αρχαιοελληνικές πολιτισμικές μας ρίζες, συγκέντρωση Κρητικών αγωνιστών της Ενετοκρατίας γύρω από το Σφακιανό επαναστάτη Δράκο. Αφού περιγράψει τα φαγητά και τον τρόπο που έτρωγαν, το κρασί, τον κεραστή κ.λ.π., καταλήγει:


«Είτα δε λύραι τους τόνους αυτών ανακρούουν ευθύμως•άγει δε μέλος πυρρίχης τους πόδας προς όρχησιν, ένθαάλλοι θεώνται και άλλοι ορχούνται [=χορεύουν], ή άδουν αρχαίαάσματ’ ων μέλλουσιν αύθις πολλάς υποθέσεις να δώσουν…».


Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881) στα «Ιστορικά Σκηνογραφήματα», μιλώντας για τα «Πάθη της Κρήτης επί Ενετών», αναφέρει: «Οι Κρητικοί, μια ράτσα φλογερή, ολοζώντανη, που αγαπά να τραγουδά και να χορεύει, οι Κρητικοί θαυμάσιοι αυτοσχέδιοι ποιητές και παραμυθάδες, έκαναν στις μέρες των Δουκών τη λύρα ένα όπλο πιο επικίνδυνο για τον τύραννο από το τόξο…».


Και παρακάτω, περιγράφοντας την κηδεία του Λέοντα Καλλέργη: «…και στην άλλη ασπρομάλλης και αόμματος τραγουδιστής τραγουδούσε πένθιμα με τη λύρα του το μοιρολόι του Λέοντα»:


«Δέσποτα και Πρωτοπαπά, βάλε το πετραχήλι,να ψάλομε το νεκρικό του Λεονταριού της Κρήτης!».

Φυσικά δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι οι φλογεροί αυτοί μη Κρήτες συγγραφείς γνώριζαν από στοιχεία την ύπαρξη λύρας στην Κρήτη την περίοδο της Ενετοκρατίας• ίσως να υπέθεσαν την παρουσία της, επειδή τη θεωρούσαν το κατ’ εξοχήν κρητικό μουσικό όργανο. Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι ακριβώς ότι, την εποχή τους, η λύρα εθεωρείτο το κυριότερο μουσικό όργανο των Κρητικών, προφανώς επειδή ήταν το πιο διαδεδομένο.

Ο Χατζηδάκης όμως, πρέπει να πούμε, θεωρεί τις πληροφορίες του Ζαμπέλιου ακριβείς και, μη γνωρίζοντας προφανώς τα παραπάνω αποσπάσματα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας δεν αναφέρει λύρα μιλώντας για τους Κρητικούς της Ενετοκρατίας. «Από ένα σχετικόν Ενετικόν χρονογραφικόν υπόμνημα το οποίον χρησιμοποιεί εις τους «Κρητικούς Γάμους» ο Σ. Ζαμπέλιος», γράφει ο Χατζηδάκις, «μανθάνομεν ότι διά τον μεγαλοπρεπέστερον εορτασμόν των γάμων του υιού του Γ. Καντανολέοντος (1570) προσεκλήθησαν τύμπανα και άσκαυλοι. Τούτο αποτελεί μίαν αξιόλογον μαρτυρίαν ότι δεν υπήρχε τότε η λύρα εις την Κρήτην…» (ό.π., σελ. 177). Όμως δεν είναι έτσι. Ο Χατζηδάκης δεν πρόσεξε ότι ο Ζαμπέλιος, πράγματι πολύ προσεκτικός στις πληροφορίες και τις περιγραφές για τη ζωή και τον πολιτισμό Κρητών και Ενετών, στους «Κρητικούς Γάμους», όπου περιγράφει το τραγικό τέλος του μεγάλου Κρητικού αγωνιστή κατά των Ενετών Γεωργίου Καντανολέοντος, εκτός από τους αυλούς και τις ασκομαντούρες (στα οποία αναφέρεται συχνά), αναφέρει επίσης και ότι «οι ορεινοί του Ιερολάκκου ηύλουν [έπαιζαν αυλό], έψαλλον [τραγουδούσαν], εκιθάριζον…» . Με το τελευταίο ρήμα δεν εννοεί ότι οι ορεσίβιοι ποιμένες έπαιζαν κιθάρα, αλλά λύρα, την οποία ονομάζει κιθάρα κατά τα συνήθη του καιρού του.


Η σύνδεση της νεοελληνικής λύρας με την πασίγνωστη στους αστούς κιθάρα είναι γενικότερη την παλιά εποχή: «Ένας ναύτης έπαιζε αδιάκοπα βιολί ή λύρα. Αυτή η λύρα έχει σχήμα κιθάρας αλλά με τρεις χορδές και με πιο κοντό μανίκι» γράφει για την υδραίικη λύρα ο Άγγλος Richard Chandler , που ταξίδεψε στο Αιγαίο τα έτη 1764-1766.


[Πρβ. Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης: οι Δωριείς «εποιούντο μεν χρήσιν της ελληνικής κιθάρας ή όπως ελέγετο και λέγεται έτι της λύρας, αλλά και του φρυγικού αυλού…» – «Έτι και νυν επικρατεί η εγχώριος λύρα, δείγμα και τούτο συνεχείας διά μέσου των αιώνων της δωρικής του κρητικού λαού φύσεως» (ο Ψιλάκης προφανώς θεωρεί τη νεότερη κρητική λύρα απόγονο της αρχαίας ελληνικής)].

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1862-1920), αν και καταγόμενος από τη Βιάννο (που, κατά τον 20ο αιώνα ανέπτυξε κυρίως «βιολίστικη» παράδοση -βλ. και τον εξαίρετο ψηφιακό δίσκο «Φεγγαροβραδιές στη Βιάννο» με τη συμμετοχή τοπικών βιολατόρων και μαντολινάρηδων), στα έργα του φαίνεται να αγνοεί το βιολί, ενώ αναφέρει μόνο τη λύρα, περιγράφοντας με έμφαση το διονυσιακό γλέντι των Βιαννιτών υπό τους ήχους της λύρας του τυφλού λυράρη Αλεξαντρή, γλέντι στο οποίο επιχείρησαν να εισχωρήσουν μερικοί θερμόαιμοι νεαροί Τουρκοκρήτες και καταδιώχθηκαν από τον Πατούχα (Ι. Κονδυλάκη, Ο Πατούχας, κεφ. Η΄). Ο ίδιος στο δραματικό διήγημά του Το δώρο του γενίτσαρου αναφέρει και γλέντι Τούρκοκρητικών με λύρα, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν ο λυράρης ήταν Τούρκος ή, το πιθανότερο (επειδή συνόδευε τις εξαναγκασμένες χριστιανές του χωριού), εκβιασθείς χριστιανός.

Ο κάπως μεταγενέστερος Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), Ηρακλειώτης στην καταγωγή, σε όλα τα κρητικά του μυθιστορήματα (Ο καπετάν Μιχάλης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, τμήματα της Αναφοράς στο Γκρέκο) αναφέρει επίσης μόνο τη λύρα και τους λυράρηδες, τους οποίους θεωρεί εκφραστές της αγωνίας της σκλαβωμένης Κρήτης και του ονείρου της λευτεριάς, όπως ο Βεντούζος και ο καπετάν δάσκαλος («με τη γέρικη λύρα περασμένη στον ώμο, σα φυσεκλίκι») στον Καπετάν Μιχάλη. Η λύρα αντιμετωπίζεται ως η ψυχή της Κρήτης –ελληνική και μόνο ελληνική: «Θρονιάστηκαν κι οι τρεις, πήραν το σκαμνί, γέμισαν τα τάσια• ξεκρέμασε ο δάσκαλος από τον ώμο τη βροντόλυρα, την έστησε στα γόνατά του όρθια• άπλωσε το χέρι, άρπαξε μιαν μπουκιά κρέας, να φάει, προτού βαρέσει τη λύρα, να πάρει δύναμη…» (Ο καπετάν Μιχάλης, κεφ. ΧΙΙΙ).


Πηγή : blog.mantinades.gr και εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Ακολουθώντας την παράδοση...


Την παραπάνω ασκομαντούρα κατασκεύασαν τα αδέλφια Χριστόφορος και Κωνσταντίνος Καραβιώτης που ζουν στο Ρέθυμνο,τα οποία από αγάπη προς τη μουσική παράδοση του τόπου μας δούλεψαν με φαντασία και μεράκι για να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Κρητική μουσική

Η Κρήτη διαθέτει ιδιαίτερη μουσική παράδοση, από την οποία ξεχωρίζουν αναμφίβολα τα ριζίτικα, τραγούδια από τις <<ρίζες>> (=τις υπώρειες) των Λευκών Ορέων, που χωρίζονται σε ριζίτικα της τάβλας και ριζίτικα της στράτας. Τα πρώτα εκτελούνται χωρίς όργανα από δύο αντιφωνικές ομάδες ανδρών τραγουδιστών, ενώ τα δεύτερα τραγουδιούνται καθ'οδόν με τη συνοδεία οργάνων.


Ο μελετητές της κρητικής μουσικής έχουν διαπιστώσει επιδράσεις από πολύ παλιές παραδόσεις, ακόμη και από τη βυζαντινή μουσική). Επιπλέον, η κρητική μουσική, σε αντίθεση με τη δημοτική παράδοση άλλων περιοχών της Ελλάδας, εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να εμπλουτίζεται. Αυτό οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που έχει ο στίχος, είτε πρόκειται για μεγάλη ρίμα, είτε για σύντομη δίστιχη μαντινάδα, ο οποίος εξακολουθεί να εξελίσσεται και μέσω αυτοσχεδιασμού, που άλλωστε θεωρείται βασικό προσόν ενός καλού λυράρη. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι έχουν καταγραφεί και κρητικά τραγούδια που αναφέρονται σε πολύ πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, όπως τη Μάχη της Κρήτης, τη δικτατορία, ή την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο αυτοσχεδιασμός είναι αναπόσπαστο στοιχείο της κρητικής μουσικής, αφού ποτέ ο οργανοπαίκτης κατά τη διάρκεια του χορού (του συρτού, του χανιώτη, του πεντοζάλη, της σούστας, κ.ά.) δεν περιορίζεται στην τυπική αναπαραγωγή της βασικής μελωδίας, αλλά, ανάλογα και με την ψυχική του διάθεση, αυτοσχεδιάζει με βάση τις διάφορες μελωδίες (τις κοντυλιές).


Η Κρήτη παρέμεινε στην κυριαρχία των Ενετών και μετά των Άλωση της Πόλης (1453), διαιωνίζοντας σε πιο ελεύθερο περιβάλλον την Ελληνική - βυζαντινή μουσική κληρονομιά, αφού πολλοί δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής από την Πόλη όπως ο Μανουήλ Χρυσάφης, ο Ακάκιος Χαλκιόπουλος κ.ά. ίδρυσαν σχολές Ελληνικής - βυζαντινής μουσικής στην Κρήτη απ' όπου αναδείχθηκαν σπουδαίοι μελωποιοί όπως ο κοσμάς Βαράνης, αδελφοί Επισκοπόπουλοι, Δημ. Ντάμιας. Παράλληλα καλλιεργήθηκε και η πατροπαράδοτη ταυτόσημη Κρητική δημοτική μουσική. Το 1669 μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους πολλοί Κρητικοί βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα όπου καλλιέργησαν την γνωστή από τότε Κρητοεπτανησιακή ή Κρητική μουσική που ακούγεται μέχρι σήμερα ευχάριστα.


Παρότι η λύρα είναι αναμφίβολα ο βασιλιάς ή η βασίλισσα της κρητικής μουσικής, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλα όργανα. Έτσι, το λαούτο στα χέρια των σημαντικών οργανοπαικτών παύει να είναι απλό όργανο συνοδείας και συμμετέχει επίσης στον μελωδικό αυτοσχεδιασμό. Σε ορισμένες επαρχίες των νομών Χανίων (Κίσσαμος, Σέλινο), Λασιθίου (Σητεία, Ιεράπετρα) και Ηρακλείου παίζεται και το βιολί σαν παραδοσιακό όργανο της Κρήτης. Πολύ διαδεδομένο ήταν παλιότερα και το μπουλγαρί ή μπουλγκαρί, είδος ταμπουρά με πολύ χαρακτηριστικό ήχο. Σημαντικό ρόλο στην κρητική μουσική παίζουν και τα πνευστά: το απλό ποιμενικό θιαμπόλι, είδος φλογέρας, η μαντούρα, είδος κλαρινέτου, και η ασκομαντούρα ή ασκομπαντούρα, κρητική παραλλαγή του άσκαυλου. Στην ανατολική Κρήτη παλιότερα το βιολί ή τη λύρα, συνόδευε το νταουλάκι, μικρό νταούλι. Το βιολί στο Ν. Λασιθίου είχε μερικές φορές σαν μουσικό συνοδό την κιθάρα. Οι παλιοί λυράρηδες συνόδευαν τη μελωδία της λύρας με τον ρυθμικό ήχο των γερακοκούδουνων, μικρών σφαιρικών κουδουνιών που τα στερέωναν κατά μήκος του δοξαριού της λύρας. Η ονομασία γερακοκούδουνα προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια. Είναι τα κουδούνια που κρεμούσαν οι κυνηγοί στο λαιμό των εξημερωμένων γερακιών που χρησιμοποιούνταν σαν κυνηγετικά πουλιά, όπως τώρα χρησιμοποιούνται οι κυνηγετικοι σκύλοι. Το μαντολίνο είναι κι' αυτό ένα διαδεδομένο σε μερικές περιοχές του Ν. Ρεθύμνου μελωδικό μουσικό όργανο με τις μορφές μάλιστα Κρητικό -πλακέ- μαντολίνο και μαντόλα.


Τα ριζίτικα τραγούδια δε χορεύονται. Τραγουδιούνται σε 32 μελωδίες, ή ομαδικά - χορωδιακά, ή αρχικά άδεται ένα ημιστίχιο από έναν καλλίφωνο τραγουδιστή και κατόπιν αυτό επαναλαμβάνεται χορωδιακά από την παρέα (καθ΄υπακοήν και κατ΄αντιφώνησιν) ενώ αρκετά ριζίτικα είναι ιδιόμελα με δικές τους μελωδίες. Στο λήμμα ριζίτικα τραγούδια της wikipedia αναφέρονται αρκετά στοιχεία για τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια της Κρήτης.


Οι παρέες πριν και μετά από τα ριζίτικα, τραγουδούν σε αργό ρυθμό μελωδικούς σκοπούς του Χανιώτικου συρτού με μαντινάδες επίκαιρες όπως:


έλα, ελάαα, θεέ μου μεγαλοδύναμε, μεγαλοδύναμέ μου,
τέτοια παρέα όμορφη δεν είδα εγώ ποτέ μου.


Τη συντροφιά σας ρέγομαι , τη συναναστροφή σας,
άχι και νά'τον μπορετό νά΄μαι πάντα μαζί σας.


Χίλιως καλώς το βρήκαμε του φίλου μας το σπίτι,
απού 'χει τον Αυγερινό και τον αποσπερίτη.


Μερικές φορές, στην αρχή της κατανυκτικής μέθεξης με τους προαιώνιους μελωδικούς δρόμους των ριζίτικων, ένας καλλίφωνος τραγουδάει μέρος του στίχου και η παρέα (οι επισκέπτες) επαναλαμβάνει χορωδιακά, ενώ μερικές φορές απαντάει εναλλάξ η άλλη παρέα-χορωδία (του οικοδεσπότη) τους εξής στίχους:


- Χίλιως καλώς το βρήκαμε του φίλου μας το σπίτι
του φίλου του συντέκνου μας του πλια καλού μας φίλου
και του καιρού χαιράμενος κι' αντί καιρού και πάντα
να ζούμε και να σμίγομε.


Αντιφώνηση:


- Κι' εμάς καλώς μας ήρθανε οι φίλοι οι εδικοί μας
οι φίλοι κι' οι συντέκνοι μας οι πλια καλοί μας φίλοι
και του καιρού χαιράμενοι κι' αντί καιρού και πάντα
νά 'ρχονται να μασε θωρούν.


Ακολουθούν τα τραγούδια της τάβλας, π.χ.


Από την άκρη των ακριώ ώστε να πάει(-ς) στην άκρη
έχουσι τάβλες αργυρές, στρωμνιά μαλαματένια
ποτήρια με τις ερωθιές κι' όποιος τα δει πλανάται
και πέρασεν ο βασιλιάς κι' είδε τα κι' επλανέθη!
Χριστέ, μην ήμουν βασιλιάς, Χριστέ μην ήμουν Ρήγας
να πέζευγα να χόρευγα... με νιες και μαυρομάτες;
Ένα από τα αρχαιότερα ριζίτικα είναι το "κρούσος της Αντριανούπολης" που μαρτυρά τη στενή σχέση των Κρητών με τους βόρειους Έλληνες.
Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς και τα πουλιά τση Δύσης
Κλαίσιν αργά, κλαίσιν ταχιά, κλαίσιν το μεσημέρι,
Κλαίσιν την Αντριανούπολη τη βαροκουρσεμένη,
Όπου την εκουρσεύανε τσι τρεις γιορτές του χρόνου:
Τω Χριστουγέννω για κερί και τω Βαγιώ για βάγια,
Και την ημέρα τση Λαμπρής για το Χριστός Ανέστη.


Το γνωστότερο ριζίτικο τραγούδι είναι το "Πότε θα κάνει ξαστεριά":


Πότες θα κάμει ξεστεριά, πότες θα Φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι μου, την έμορφη πατρώνα
να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω μουσούρω
να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες
να κάμω και μωρά παιδιά να κλαιν' δίχως μανάδες
να κλαιν' τη νυχτα για νερό και την αυγή για γάλα
και τ' αποξημερώματα για τη γλυκιά τως μάνα,
πότες θα κάμει ξαστεριά.


Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου τραγουδιέται σε όλη την Κρήτη:


Τά ΄κουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα; ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτειάς τη στράτα.
Τέσσερις μέρες μοναχά μού 'δωκε ν' ανιμένω κι' ύστερα να ξενητευτώ, πολλά μακρυά να πχαίνω.
Και πως θα σ' αποχωριστώ και πως θα σου μακρύνω και πως θα ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι΄ο κύρης σου γρήγορα σε παντρεύγει, ρηγόπουλο αφεντόπουλο ως είσαι εσύ γυρεύγει.
Και δεν μπορείς ν' αντισταθείς σα θέλουν οι γονιοί σου, νικούν τηνε τη γνώμη σου κι' αλλάσσει η όρεξή σου.


Λιγότερο ακούγεται η Ερωφίλη, η Βοσκοπούλα και η θυσία του Αβραάμ που αν και προέρχονται από τη λόγια ποίηση, είχαν περάσει στη δημοτική παράδοση.


Αρκετά από τα παλιότερα ιστορικά τραγούδια τραγουδιούνται ακόμα, ρίμες ή ριζίτικα π.χ. στον Νομό Χανίων και ειδικότερα στα Σφακιά ακούγεται το γνωστό τραγούδι του Δασκαλογιάννη:


Θεέ μου και δως μου φώτιση και νου σαν το καζάνι, ν' αναθιβάλω και να πω για τον Δασκαλογιάννη.


Θεέ μου και δός ΄μπόρεση και δύναμη ν' αρχίξω το δάσκαλο τον ξακουστό πρικιά να τραγουδήξω...


Οι ηλικιωμένοι κατά επαρχίες θυμούνται τα τραγούδια: του Μιχαήλ Κόρακα, του Ξωπατέρα, "της Κρήτης το τραγούδι" (κάθε πρωϊ με το δροσιό π' ανοίγει το λουλούδι αφουγκρασθείτε να σας πω τση Κρήτης το τραγούδι), του καπετάν Παυλή, του καπετάν Κριάρη, αλλά και πιο πρόσφατα, του Βενιζέλου, τραγούδια των αγωνιστών στη Β.Ελλάδα Κρητών (το 9ο Σύνταγμα κρητών ήτο εις τη Λαμία, στη Λάρισα εδώ κι' εκεί δια περιπολία... διατάχθηκε το Σκρα να καταλάβει...και μόλις καταλάβανε (οι εχθροί) πως φτάσανε οι Κρήτες όλα τα παρατήσανε ξυράφια και καρφίχτες), Γείς πληγωμένος στο βουνό, Δε με πονούνε οι πληγές (1904-1908, 1912) κ.ά.


Υπάρχουν πάρα πολλά τραγούδια μη χορευτικά, από όλη την Κρήτη με πολλούς στίχους, που η μουσική τους παίζεται με λύρα και λαγούτο στα γλέντια και στις παρέες. Ο τζίτζικας μου 'πάντηξε κι είχε τ΄ατζί στριμμένο...γειά σου χαρά σου τζίτζικα... αμπέλι έχω στη Βλαχιά κι΄ έκαμε πέντε ρόγες και γέμισε δυο κόφες, πως θα το κουβαλήσω και πως θα το πατήσω, να πιουν οι φίλοι μου κρασί. Μερικά κρητικά μη χορευτικά τραγούδια, όπως τα γνωστά: "Φιλεντέμ" και η "Κρουσταλλοβραχιονάτη" του Γιώργη Κουτσουρέλη, με τη φωνή του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη έγιναν πανελλήνια γνωστά.


Νανουρίσματα... Κάλαντα... Εθιμικά...


Ορισμένα έντεχνα τραγούδια μη χορευτικά, έχουν μπει στη μουσική παράδοση της Κρήτης, όπως το : Κρήτη μου όμορφο νησί, κλειδί του παραδείσου, θεριό ανήμερο εσύ βγες να σε χαιρετήσουν που το πρωτοτραγούδησε ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης.


Μια ειδική ομάδα τραγουδιών είναι οι 'μανέδες και μια άλλη τα λεγόμενα ταμπαχανιώτικα ή Κρητικά ρεμπέτικα. Μερικά από αυτά έχουν επιδράσεις από τα μουσικά μοτίβα και το στίχο των παραδοσιακών τραγουδιών της Μικράς Ασίας, αφού πρόσφυγες Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν και στην Κρήτη. Δείγματα στίχων:


Κ. Μουντάκης:


Βάρκα θα πάρω να διαβώ γιάλα γιάλα, με πέντε μερακλήδες,
να βάλω πλώρη στα Χανιά, στ' ακρογυάλια, να βρω καλούς μπεκρήδες,
τσικουδιά και κοκκινέλι η ζωή μας γλέντια θέλει κέφι και καλή καρδιά.
Γραμπούσα και παλιοχώρα, γιάλα γιάλα, Στεία και Μεραμπέλο
να τα γυρίσω θέλω, με τους φίλους να γλεντίζω
μα άλλο πράμα δεν κερδίζω εις τον ψεύτη το ντουνιά.


Θ. Σκορδαλός:


Ούλοι μου λένε γιάντα κλαις μα αν κλαίω ποιον πειράζω;
στον κόσμο εγεννήθηκα καρδιές να δοκιμάζω...
Ούλοι μου λένε γιάντα κλαις
μα συ μου λες πως δε με θες.
και... Το μερακλίδικο πουλί με τον κελαηδισμό του
ή χαίρεται και κελαηδεί ή κλαίει τον καημό του...
έλα έλα πέρδικά μου να σου δείξω τη φωλιά μου,
έλα έλα που σου λέω μη με τυρρανείς και κλαίω.


Φουσταλιέρης:


Όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι΄εγώ για μιαν αγάπη απού' χα.
Είχα και υστερήθηκα θυμούμαι και στενάζω
άνοιξε γης μέσα να μπω κόσμο να μην κυττάζω.


Τραγουδιούνται και τα Κρητικά σατιρικά - σόκιν τραγούδια, ιδίως στις απόκρηες...


Με τη θειά μου τη Θοδώρα επηγαίναμε στη Χώρα,
κι' ήλεγέ μου κι' ήλεγά τζη κι΄ήγγιζέ μου κι' ήγγιζά τση...
επίσης λέγονται και μαντινάδες με αντίστοιχο περιεχόμενο.


Χορευτικοί ρυθμοί της Κρήτης υπάρχουν πάρα πολλοί με τις αντίστοιχες μελωδίες τους.


Στις μέρες μας όμως ξεχνιούνται σιγά σιγά οι παλιοί σκοποί και χοροί και επικράτησε να παίζονται οι μουσικοί ρυθμοί και μελωδίες που συνοδεύουν τους χορούς: Συρτό (Χανιώτικο, Ρεθεμνιώτικο), Πεντοζάλη (Σιγανό - οι κοντυλιές και Γρήγορο), Μαλεβιζιώτη ή Καστρινό, Σούστα και τοπικά σε μερικές επαρχίες της Κρήτης τους χορούς Ανωγειανό Πηδηκτό - Όρτσες, Στειακό Πηδηκτό, Ξενομπασάρη, Μικρό Μικράκι, Αγκαλιαστό, Κατσαμπατιανό, Λαζώτικο, Πρινιώτη και πολλούς άλλους που η σύγχρονη μαζοποίηση τους έχει οδηγήσει στο περιθώριο.


Ο αρχαίος πανελλήνιος χορός όρμος, χορεύεται σε όλη την Κρήτη με συνοδεία μουσικών μελωδιών. Είναι ο γνωστός καλαματιανός και ονομάζεται έτσι όχι γιατί προέρχεται από την Καλαμάτα αλλά από τους στίχους "μαντήλι Καλαματιανό" που διαδόθηκαν παντού.


Γνωστότεροι Καλαματιανοί:


Κ.Μουντάκη:- Ο πραματευτής.


- Αχ αυτό το αργαλειό σου, με τρελαίνει πω πω πω
σαν περνώ απ' το στενό σου του διαόλου θηλυκό
κι' όλη μέρα τακ τακ τακ τουκ το πέταλό σου κάνει
και το πανί σου κι΄η απατή σου (η ίδια)
σε πειρασμό με βάνει...


και ... - Έφτασ΄ο καιρός καλέ που πέφτουν οι ελιές
και στα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές
μυλωνάδες και μαζώχτρες, θα τα λέμε πότες πότες
κι΄αφορμή θά' ν οι ελιές νά 'χομε πολλές δουλειές.


Θανάση Σκορδαλού:


- Μια ψαροπούλα τη λένε Παναγιά πάει για να ψαρέψει στης Κρήτης τα νερά,
η ψαροπούλα με πρίμα τον καιρό σαν το δελφίνι τον σχίζει τον αφρό
και μια μελαχρινούλα στο μόλο σιωπηλή για τον ψαρά που φεύγει πετάει ένα φιλί.
Σύρε ψαρά μου για ψάρια στο γιαλό και να γυρίσεις για σε παρακαλώ.


και: - Άρχιξε πάλι η καρδιά να μου γυρεύει αγάπη,
μα ποιος μπορεί να ξαναμπεί πάλι σε τέτοια πάθη;


Οι γρήγοροι χοροί της Κρήτης Πεντοζάλης, Σούστα, Καστρινός ή Μαλεβιζιώτης, οι Πηδηχτοί, έχουν μουσική υπόκρουση με προέλευση από τους αρχαίους πυρρίχιους χορούς, που αποτελούσαν πολεμικά γυμνάσια και ανάμνηση του χορού των Κουρητών και Ιδαίων Δακτύλων οι οποίοι ρυθμικά κτυπούσαν τα πόδια τους στο έδαφος και ταυτόχρονα τις ασπίδες με τα δόρατα και τα ξίφη τους ώστε να καλύψουν το κλάμα του νεογέννητου Δία για να μην το ακούσει ο Κρόνος που ήθελε να τον εξοντώσει. Οι πυρρίχιοι της Κρήτης έχουν άμεση σχέση με του πυρρίχιους χορούς του Πόντου, σέρα, τρομαχτόν, μασερί χορόν, αφού η Μίλητος, η αποικία από την οποία ξεκίνησε ο αποικισμός του Εύξεινου Πόντου ήταν αποικία της Κρητικής πόλης Μιλάτου. Και βέβαια πολλοί Βορειοελλαδίτες - Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη με το στρατό του Νικηφόρου Φωκά και με τα 12 Βυζαντινά Αρχοντόπουλα. Το Κρητικό Ριζίτικο λέει: αετός κρατά στα νύχια του παλληκαριού κεφάλι ενώ το Ποντιακό λέει παλληκαριού βραχιόνα ..., το Κρητικό τραγούδι αναφέρεται "κάτω στη Δάφνη ποταμό" ενώ το Ποντιακό "έλα Δάφνη ποταμέ"... και αν παίξει κάποιος σε αργότερο tempo Ποντιακές μελωδίες κότσαρι ή πυρρίχιου θα ανακαλύψει γρήγορο πεντοζάλη ή καστρινό πηδηχτό ... και αντίστροφα..


Η σούστα είναι ο χορός της αγάπης όπου οι χορευτές σχηματίζουν ζευγάρια και χορεύουν αντικρυστά με πολλές φιγούρες. Οι μουσικές μελωδίες που συνοδεύουν τη σούστα διατηρούν τον πυρρίχιο ζωηρό χαρακτήρα αλλά έχουν εξελιχθεί σε πιο ευαίσθητα μουσικά ξόμπλια (στολίσματα) και συνοδεύονται από τις αντίστοιχες μαντινάδες:


-Η σούστα είναι ο χορός ο πιο παλιός της Κρήτης
κι' όντε τονε χορεύγουνε σείεται ο Ψηλορείτης


- Χόρεψε χαϊδεμένο μου, χόρεψε σούστα σούστα
κι' ο τσάγκαρης είναι κοντά και φτιάχνει σου παπούτσια


- Ο νούς μου πρεμαζώνεται στση λύρας το δοξάρι
όντε θα πιάσει στο χορό ένα καλό ζευγάρι.


Ο Σιγανός Πεντοζάλης και ο Συρτός είναι πιο ήρεμοι χοροί, λεβέντικοι και μερακλίδικοι που η μελωδία τους ανυψώνει το νου των ακροατών - χορευτών και οι μαντινάδες που λέγονται σ' αυτούς είναι δημιουργήματα υψηλού επιπέδου ποίησης.


Στο σιγανό πεντοζάλη ή χυματικό κατά τους ντόπιους, οι μελωδίες που παίζουν οι λυράρηδες λέγονται και κοντυλιές (από τον κόντυλο του καλαμιού με το οποίο ήταν κατασκευασμένη η μαντούρα του βοσκού, είδος αυλού με γλωσσίδι). Οι μαντινάδες μπορούν να διαρκέσουν πολλή ώρα και να είναι και αντικρυστές δηλ. να απαντάει ο ένας στον άλλο ή νόθες ρίμες δηλ. σειρά μαντινάδων του ίδιου θέματος. Στις μελωδίες του σιγανού παντοζάλη λέγονται επίσης οι περιπαικτικές και εύθυμες μαντινάδες, μοναδικές στην Κρήτη:


Απόψε κάτης θα γενώ και τα τειχιά θα πιάσω κι΄όπου μου λένε να, ψιψι εκειά θα πα να κάτσω, ή:
Στρεπτομυκίνη το κρασί, η ρακή πενικιλίνη κι΄όποιος τα πίνει δεν πατεί εις του γιατρού την κλίνη, ή:
Ακόμη δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν' ανοίξεις, να μας κεράσεις μια ρακή κι' έπειτα να σφαλίξεις.


Τραγουδιούνται και μαντινάδες της λεβεντιάς και ιστορικές, της αγάπης και το πόνου, μαντινάδες κάθε θέματος:


'Ολος ο κόσμος απ' τη μια κι' η Κρήτη από την άλλη, έ! την παντέρμη ζυγαριά στην Κρήτη γέρνει πάλι.


- Είπα σου ξαναλέω σου αυτά δεν είναι μάτια, είναι σπαθιά που κάνουνε τον άνθρωπο κομμάτια.
Αν μ' αγαπάς μία φορά θ σ' αγαπώ τριάντα, μα αν μ' αρνηθείς και μια στιγμή θα σ' αρνηθώ για πάντα.
- Στο πέρασμα του γερακιού τ' άλλα πουλιά κουρνιάζουν, στο πέρασμά σου κοπελιά πολλοί αναστενάζουν.
- Ως σ΄αγαπώ δεν ημπορεί κανείς να σ' αγαπήσει ως δε μπορεί κι΄η μάνα σου να σε ξαναγεννήσει.
- Τη λευτεριά ρωτήσανε ποιας μάνας είναι γέννα κι' είπε πως τηνε γέννησε των Κρητικών το αίμα.


Στα άκρα της Κρήτης, Νομούς Χανίων και Λασιθίου, το βιολί επικρατεί σαν παραδοσιακό μουσικό όργανο κάποιων επαρχιών.


Ξακουστά είναι τα Κισσαμίτικα συρτά και τα Χανιώτικα παντοζάλια που αποδίδονται με βιολί και οι Στειακές και Γεραπετρίτικες κοντυλιές και οι Στειακοί πηδηκτοί που αποδίδονται επίσης με βιολί.


Πρωτομάστορες της Χανιώτικης μουσικής παράδοσης θεωρούνται οι βιολάτορες Χάρχαλης, Μαύρος, Κωστής Παπαδάκης ή Ναύτης, η Ασπασία Παπαδάκη, ο Φώτης Κατράκης, ο Μιχάλης Κουνέλης κ.ά. ενώ επάξια συνεχίζουν ο Μανόλης Φαντάκης, ο Αντώνης Μαρτσάκης κ.ά. Οι σκοποί Πρώτος και Δεύτερος Χανιώτικος Συρτός διαιωνίζουν τα πανάρχαια κρητικά υπορχήματα και οι μελωδίες τους μεταλαμπαδεύτηκαν κατά τις παραδόσεις από το Βυζάντιο. Με βάση τους ρυθμούς αυτούς συνεχίζεται η σύνθεση νέων συρτών σε όλη την Κρήτη.


Στο Νομό Λασιθίου εποχή άφησαν οι βιολάτορες Παντελής Μπαριταντωνάκης και Γιάννης Δερμιτζάκης (Δερμιτζογιάννης) καθώς και οι Γιάννης Παπαχατζάκης, Αρίστος Σπανακάκης κ.ά. ενώ ο σύγχρονος βιολάτορας Βαγγέλης Βαρδάκης συνεχίζει την παράδοση. Στο Νομό Ηρακλείου άφησε εποχή ο Λασιθιώτης βιολιστής Στρατής Καλογερίδης και συνέχισε ο γνωστός Αβησσυνός. Στο νομό Λασιθίου τη λύρα ή το βιολί, τα συνόδευε η κιθάρα (Μανόλης Δερμιτζάκης, Βασ. Σπανακάκης) και παλιότερα το νταουλάκι, ενώ στις μέρες μας κυριαρχεί το λαούτο σαν συνοδευτικό όργανο του βιολιού ή της λύρας.


Η λύρα κυριαρχεί όμως, ιδίως στα τελευταία 50 χρόνια, στην Κρητική μουσική παράδοση. Υπάρχουν το λυράκι, η λύρα, η βροντόλυρα, η βιολόλυρα, 4 είδη λύρας. Οι καλύτερες λύρες θεωρούνται οι λύρες κατασκευής του αείμνηστου Μανόλη Σταγάκη που τυποποίησε τη σύγχρονη λύρα και έδωσε σ' αυτή τον σημερινό αναντικατάστατο ήχο της, κατασκευάζοντας το καπάκι της από κατράνι δηλαδή από παλιό -300,400 ετών- στεγνό ξύλο κέδρου Λιβάνου από μεσοδόκια παλιών σπιτιών, σκάφος από μουρνιά, καρυδιά, ασφένταμο κ.ά. και βερνικώνοντάς την με βερνίκι που η σύνθεσή του αποτελεί μυστικό. Η σύγχρονη λύρα δεν έχει ξύλινα στριφτάλια αλλά κλειδιά μεταλλικά και τρεις (ή 4 η βιολόλυρα) μεταλλικές χορδές ειδικές για λύρα Κρήτης (lira di Creta) που κατασκευάζονται ειδικά για λύρα στη Βενετία και αλλού. Το κούρντισμα της κρητικής λύρας είναι κατά πέμπτες καθαρές και οι χορδές κουρδίζονται περίπου στις Νότες LA (η ψιλή ή καντίνι), RE η μεσαία και SOL η μπάσα, αλλά βέβαια το μουσικό αυτί των λυράρηδων και λαουτιέρηδων δεν κουρδτίζει απόλυτα στα Hz του διαπασών αλλά συγχρονίζεται με την κρητική μουσική κλίμακα, η οποία, όπως και η βυζαντινή, βασίζεται στους "μουσικούς δρόμους" (ήχους). Η λύρα στη σύχρονη κρητική ορχήστρα συνοδεύεται από το λαούτο και τελευταία, από δυό λαούτα εκ των οποίων συνήθως το ένα παίζει πρίμα τη μουσική και το άλλο παίζει "πάσο" δηλ. ακομπανιάρει σε συγχορδίες (μινόρε - μαντζόρε ή απλές) παίζοντας και το ρόλο του κρουστού οργάνου.


Δημιουργοί της σύγρονης μουσικής Κρητικής παράδοσης στη λύρα θεωρούνται οι Αντώνης Καρεκλάς, Χαρίλαος, Αλέκος Καραβίτης, Μανόλης Λαγός, Γιώργης Καλογρίδης κ.ά. ενώ οι δύο στύλοι στους οποίους στηρίζεται η σύγχρονη Κρητική μουσική παράδοση είναι αναμφισβήτητα ο δεξιοτέχνης Κώστας Μουντάκης και ο Μεγάλος δάσκαλος της λύρας Θανάσης Σκορδαλός με συνεχιστές στη λύρα τους Λεωνίδα Κλάδο, Σπύρο Σηφογιωργάκη, Γιώργο Μουζουράκη, Γιάννη Σκαλίδη, Ζαχαρία Κριτσωτάκη, Γιάννη Κουφαλιτάκη, Γιώργο Κατσαμά, Μανώλη Καρπουζάκη, Νίκο Ξυλούρη, Μιχάλη Τσαγκαράκη, Αστρινό Ζαχαριουδάκη, Κώστα Βερδινάκη, Κοκολογιάννη, Νίκο Σκευάκη, Μανόλη Μανουρά, Χαράλαμπο Γαργανουράκη, Βασίλη Σκουλά, Αλέκο Πολυχρονάκη, Σήφη Παναγιωτάκη, Μανόλη Αλεξάκη, Νικηφόρο Αεράκη, Νίκο Γωνιανάκη, Δημήτρη Πασπαράκη, Νίκο Κολιακουδάκη (Χανιά), Βαγγέλη Πυθαρούλη, Νίκο Ζωϊδάκη, τον παραδοσιακό και πολλά υποσχόμενο συνεχιστή της παραδοσιακής σχολής της λύρας Νεκτάριο Σαμόλη, το Ζαχαρία Σπυριδάκη κ.ά.


Ένας καινούριος άνεμος φύσηξε στην καρδιά μου, και μου γιατρεύει τσι πληγές που μ' άνοιξες κερά μου.


Δώσε μου το δικαίωμα μονάχα να σε βλέπω, γιατί με τρώει η έγνοια σου αν κάθομαι κι΄αν στέκω.


Υπάρχω μεσ΄στη σκέψη σου, υπάρχω εις τη ζωή σου κι΄όσο θα ζεις κι΄εγώ θα ζω μέσα στη θύμησή σου.


Στερουσιανή μου πέρδικα, πέρδικα πλουμισμένη, απ΄ ούλα τα πουλιά τση γης σ΄έχω μπεγιαντισμένη.


Ένας ψαράς παλιός ψαράς μ' έμαθε να ψαρεύγω, και μού 'πε εις τα θολά νερά ψάρια να μη γυρεύγω.



Έχω ένα πόνο στην καρδιά πολύ βαθειά κρυμμένο, κι' όταν σε συλλογίζομαι στη σκέψη σου πεθαίνω.


Να μπόργειες με τα μάθια μου να δείς την ομορφιά σου να δεις το πως μου φαίνεσαι να με πονεί η καρδιά σου.


Ποιος ουρανός ποια θάλασσα ποια βρύση θολωμένη θα μου τη σβήσουνε τη φωθιά που μού΄χεις αναμμένη.


Με μαχαιριές πληρώνονται όσοι αγαπούνε στ' αλήθεια, γι΄αυτό κι΄εσύ μου πλήγωσες τα πονεμένα στήθεια.


Μόνο για σένα τραγουδώ για σένα αναπνέω και σα βρεθώ στην κλίνη μου ξυπνώ και σε γυρεύω.


Σαν τση Μαδάρας το βουνό σαν τα Λευκά τα όρη μοιάζεις Χανιωτοπούλα μου και σου ζηλεύουν όλοι.


Εις του Κουμπέ στα δυο στενά κι΄εις τω Χανιώ την πόρτα μικρή Χανιωτοπούλα μου κάμω σε εκειά μια βόλτα,


να ιδούνε χάρη κι΄ομορφιά πού'χει το πρόσωπό σου, παράδειγμα των γυναικών είναι το ντύσιμό σου.


Ηύρες τη μαύρη μου καρδιά στόχο και σημαδεύεις κι' αλύπητα με τυρρανάς κι΄όλο κακό μου θέλεις.


Κρήτη πανέμορφο νησί, Κρήτη μου δοξασμένη Κρήτη μου, όλη μου η ζωή σ' εσένα είναι δοσμένη.


Στα σπλάχνα σου γεννήθηκα, στ' ονειρεμένο Σπήλι κι' ας πάνε να το γνωρίσουνε τση λύρας μου οι φίλοι


να πάνε να θαυμάσουνε τα γάργαρα νερά του μα και να καμαρώσουνε τη φυσική ομορφιά του!


Να μερικές από τις μαντινάδες που δίνουν το όνομα στους παραδοσιακούς πλέον Κρητικούς χορευτικούς σκοπούς -δεκάδες συρτούς- που δημιούργησε ο Θανάσης Σκορδαλός, που πάνω του στηρίζεται το 70% του σύγχρονου συνθετικού μουσικού οικοδομήματος της Κρητικής μουσικής.


Στο Κρητικό λαούτο πρωτομάστορες θεωρούνται ο Γιώργης Κουτσουρέλης (Ν.Χανίων), ο Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης) και ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης (Ν.Ρεθύμνης) που με τη λύρα του Θανάση Σκορδαλού οδήγησαν την Κρητική μουσική σε δυσθεώρητα ύψη. Εκτός από τον καλλίφωνο Μπαξεβάνη, αηδόνι της Κρήτης χαρακτηρίστηκε ο λαουτιέρης Νίκος Μανιάς ενώ αρκετοί μουσικοί υπήρξαν και υπάρχουν άξιοι συνεχιστές της παράδοσης του Κρητικού λαούτου όπως στην Αθήνα ο αείμνηστος σεμνός Νίκος Καδιανός, ο Δημήτρης Σκουλάς, στην Κρήτη οι Γιάννης Μαρκογιαννάκης, Μανόλης Κακλής, Παντελής Κρασαδάκης, Αντώνης Φραγκιαδάκης, Μιχάλης Φραγκιαδάκης, Στέλιος Λαϊνάκης, Δημήτρης Σκουλάς, Βασίλης Κατσαμάς, Μανόλης Βερδινάκης, Γιώργης Κρουσανιωτάκης, Σταύρος Μαυροδημητράκης, Σήφης Κατσαμάς, Σαλούστρος, Δημήτρης Παπουτσάκης, Μανώλης Μανιαδάκης, Μανόλης Κονταρός, ο ικανότατος δεξιοτέχνης του λαούτου και μαντόλας Μανόλης Λιαπάκης από την Ιεράπετρα στενός συνεργάτης του Θανάση Σκορδαλού και τώρα του Βαγγέλη Βαρδάκη κ.ά. Αξιόλογος δεξιοτέχνης του Κρητικού λαούτου είναι ο σεμνός καλλιτέχνης Γιώργος Κατσουλιέρης, με τη βυζαντινή του φωνή. Έδωσε μια νέα ζωντάνια στην Κρητική μουσική που παίζεται πρίμα με λαούτο, ώστε οδήγησε αρκετούς λυράρηδες (όπως ο Γ.Ζερβάκης) σε ένα νέο στυλ, να αφήνουν τη λύρα και να τραγουδούν με τη συνοδεία του λαούτου που παίζει δεξιοτεχνικά σόλο τη μουσική μελωδία, αναδεικνύοντας ένα νέο τρόπο παιξίματοςΚρητικής παραδοσιακής μουσικής. Η δεξιοτεχνία του συγκρίνεται με του Γιώργη Κουτσουρέλη.


Στο μπουλγαρί πρωτομάστορας ήταν ο Στέλιος Φουσταλιεράκης (Φουσταλιέρης) σπό το Ρέθυμνο.


Ο ταλαντούχος Λουδοβίκος των Ανωγείων εκπροσωπεί με το είδος της μουσικής που εκφράζει, ένα μη χορευτικό μουσικό είδος των Ανωγείων, παίζοντας το Κρητικό πλακέ μαντολίνο και τη μαντόλα. Έχει κατακτήσει ένα πανελλήνιο ευαίσθητο μουσικόφιλο κοινό που παρακολουθεί τις συναυλίες του.


Η Κρητική μουσική θεραπεύεται εκτός από την Κρήτη και σε κάθε περιοχή όπου ζουν απόδημοι Κρήτες. Ο Χαρίλαος Πιπεράκης και ο Γιώργος Καλογρίδης μεγαλούργησαν στην Αμερική ενώ ο νεότερος λυράρης Σήφης Τσουρδαλάκης εκπροσωπεί επάξια την Κρητική παραδοσιακή μουσική στην Αμερική και Ελλάδα. Άξια λόγου είναι η παρουσία καλλιτεχνών της Κρητικής μουσικής και στη Θεσσαλονίκη με πείσμα στη διαιώνιση της παράδοσης, στη λύρα οι Μανόλης Μαθιουδάκης, Ανδρέας Τσαγκαράκης, Γιάννης Μαράκης, Παντελής Τερεζάκης, Κώστας Κυριτσάκης κ.ά., στο λαγούτο οι Στέλιος Λαϊνάκης, Νίκος Λαϊνάκης, Στέλιος Βαρβαντάκης, Σταύρος Βουρβαχάκις κ.ά.


Το ριζίτικο τραγούδι καλλιεργείται από τις χορωδίες "Αποκώρωνας" και "Κρητικές Μαδάρες" του Ν. Χανίων. Αξιόλογος εκφραστής του ριζίτικου τραγουδιού υπήρξε ο π. 'Αγγελος Ψυλλάκης ενώ στις μέρες μας το ριζίτικο τραγούδι διαδίδεται παγκρήτια από τους Κρήτες καλλιτέχνες. Στην παγκόσμια διάδοση των ριζίτικων τραγουδιών συντέλεσε ο Νίκος Ξυλούρης με τα ΡΙΖΙΤΙΚΑ σε ενορχήστρωση Γιάννη Μαρκόπουλου.


Οι σύγχρονοι παραδοσιακοί Κρητικοί λυράρηδες αν και παίζουν όλες τις μελωδίες και σκοπούς, ακολουθούν ο καθένας με σεβασμό, μια από τις δυό "σχολές" παραδοσιακής κρητικής μουσικής, στο ύφος, ήθος, στον τρόπο παιξίματος, στο ρεπερτόριο...: Σχολή Μουντάκη και Σχολή Σκορδαλού. Είναι οι Μουντακικοί και οι Σκορδαλικοί, άσχετα αν ορισμένοι δεν το παραδέχονται. Οι Κισσαμίτες βέβαια ακολουθούν τον Κισσαμίτικο τρόπο παιξίματος. Τελευταία ορισμένοι Κρητικοί μουσικοί της νεότερης γενιάς ακολουθούν τον τρόπο παιξίματος και έκφρασης που δημιούργησε ο Γιώργος Ζερβάκης, τρόπο που έχει ξεφύγει αρκετά από την αυστηρά παραδοσιακή Κρητική μουσική. Υπάρχουν όμως στην Κρήτη, στην υπόλοιπη Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο αρκετοί νέοι λυράρηδες που με σεβασμό πορεύονται στα δυσπρόσιτα στους πολλούς, όσο αφορά την μουσική τεχνική, μονοπάτια της αυστηρά παραδοσιακής Κρητικής μουσικής παράδοσης, με τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, π.χ. Ο Αντώνης Μαρτσάκης και ο Μανόλης Φαντάκης στα Κισσαμίτικα, ο Βαγγέλης Βαρδάκης στα Γεραπετρίτικα και Λασιθιώτικα, ο Νεκτάριος Σαμόλης στα παραδοσιακά Ρεθμνιώτικα, και αρκετοί επαγγελματίες καθώς και δεκάδες ερασιτέχνες μη εμπορικοί λυράρηδες και βιολάτορες που ακολουθούν τα μουσικά βήματα της σχολής Σκορδαλού και άλλοι της σχολής Μουντάκη καθώς και των τοπικών παραδόσεων του Ναύτη (Κωστή Παπαδάκη), Δερμιτζογιάννη, Μπαριταντωνάκη.


Όπως ήδη αναφέρθηκε, εκτός από την καθαρά παραδοσιακή Κρητική μουσική, που καλλιεργείται πλέον μόνο από τους παραδοσιακούς γνώστες των ορεινών επαρχιών της Κρήτης και τους μυημένους μη εμπορικούς ερασιτέχνες και επαγγελματίες Κρήτες μουσικούς, υπάρχει και η πιο "σύγχρονη" εμπορική εκδοχή της, που συμβαδίζει με την κάθε εποχή και συντελεί στο να έρθουν και οι μη μυημένοι ακροατές σε επαφή με την πανάρχαια μουσική παράδοση μέσω των πιο εύπεπτων σύγχρονων ακουσμάτων. Και σιγά - σιγά, μερικοί από αυτούς, οι πιο άξιοι, ίσως να επιδιώξουν να εντρυφήσουν στα αρχέγονα νάματα της ελληνικής μουσικής κλίμακας. Μεγάλη προσφορά στο ζήτημα αυτό αποτελεί η έκδοση σε CD αρχειακών μουσικών καταγραφών από δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών του 1920 και εξής όπου ο νέος ακροατής ή μουσικός μπορεί να ακούσει και να μελετήσει τον αυθεντικό τρόπο παιξίματος λύρας, βιολιού, λαούτου, μπουλγαρί, μαντολίνου, ασκομαντούρας, μαντούρας, τις γνήσιες μελωδίες - σκοπούς καθώς και τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο τραγουδιούνται οι μαντινάδες και τα τραγούδια, ριζίτικα, 'μανέδες, ταμπαχανιώτικα, του γάμου και άλλα. Με βάση την παράδοση λοιπόν, καθένας μπορεί και επιβάλλεται να αξιολογήσει το κάθε παρακλάδι της σύγχρονης εξέλιξης της Κρητικής μουσικής. Διότι αρκετά από τα σύγχρονα κρητικά γλέντια έχουν σαν σκοπό αποκλειστικά τους πυροβολισμούς και τη ξεφάντωση και πλέον δεν είναι ο σκοπός το παίξιμο ποιοτικής μελωδικής παραδοσιακής Κρητικής μουσικής αλλά η με τη βοήθεια ηλεκτρονικών οργάνων (πλήκτρα-αρμόνιο-κρουστά)δημιουργία ρυθμού. Πάντα όμως ξεχωρίζουν οι ρέκτες, οι παραδοσιακοί λυράρηδες και λαουτιέρηδες, ιδίως ερασιτέχνες, που θα υπάρχουν σε πείσμα των καιρών.


Η Κρητική μουσική είναι μονοφωνική, όπως η Δημοτική μουσική της υπόλοιπης Ελλάδας (πλην ορισμένων πολυφωνικών τραγουδιών της Ηπείρου και Επτανήσου).


Το δημοτικό τραγούδι και η βυζαντινή μουσική, που διαιωνίζουν την αρχαιοελληνική μουσική κληρονομιά όπως διαδόθηκε από τον Μ.Αλέξανδρο στους λαούς της ανατολής μέχρι Ινδία, Πέρσία, Αραβία, είναι μουσική της εγρήγορσης του νου. Ο παραδοσιακός Έλληνας ακροατής και χορευτής, και βέβαια ο Κρητικός, συμμετέχει και στο παραμικρό μουσικό παιχνίδισμα του οργανοπαίκτη, τη μελωδική δημιουργία του οποίου παρακολουθεί άμεσα, χορεύοντας ή ακούγοντας ή και τραγουδώντας μαζί του αλλά και ο μουσικός συμμετέχει αυτοσχεδιάζοντας σε κάθε τσαλίμι του χορευτή.


Εξάλλου η κρητική μουσική, εξακριβωμένα, δεν αποδίδεται επακριβώς με την Ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία όπου καταγράφονται μόνο τόνοι και ημιτόνια και οι σταθερές νότες. Η λύρα και το βιολί δεν έχουν τάστα και οι μουσικοί της Κρητικής - ελληνικής μουσικής και οι τραγουδιστές των ριζίτικων, μπορούν να παίζουν και να τραγουδούν και στα μεσοδιαστήματα μεταξύ νότας και ύφεσης ή δίεσής της. Για το λόγο αυτό, το λαούτο που συνοδεύει τη λύρα και το βιολί, δεν έχει σταθερά προσαρμοσμένα τάστα αλλά τους κινητούς "μπερντέδες" τους οποίους οι μερακλήδες γνώστες μουσικοί μετακινούν, ανάλογα με τον δρόμο (μακάμι) που θα ακολουθήσουν όταν παίζουν πρίμα τη μελωδία. (το ούτι δεν έχει καν τάστα ή μπερντέδες για τον ίδιο λόγο). Η Βυζαντινή μουσική παρασημαντική όπου οι νότες χωρίζονται μεταξύ τους έως και σε 9 διαστήματα, μπορεί να καταγράψει καλύτερα την Κρητική μουσική, αλλά πάλι περιορισμένα.


Μια άλλη βασική διαφορά της ευρωπαϊκής μουσικής με την Ελληνική παραδοσιακή μουσική και συνεπώς τη Κρητική, είναι ότι οι κρητική μουσική (όπως και η βυζαντινή και η δημοτική Ελληνική μουσική) είναι τροπική, ακολουθεί δηλ. τους λεγόμενους δρόμους (αρχαίους τρόπους, τους ήχους της βυζαντινής μουσικής, τα μακάμια των λαών της ανατολικής Μεσογείου) ξεκινώντας από τη βασική νότα που επιλέγει ο μουσικός ενώ η δυτική μουσική με τη συγκερασμένη μουσική κλίμακα καταγράφει επακριβώς συγκεκριμένες νότες.


Η αγάπη των Κρητικών για την παράδοσή τους, η επιθυμία πολλών νέων να μάθουν την παραδοσιακή μουσική του τόπου τους, καθώς και οι προσπάθειες έντεχνων δημιουργών να ενσωματώσουν στοιχεία από την κρητική μουσική στη δημιουργία τους, από τον Γιάννη Μαρκόπουλο παλιότερα, ο οποίος, αξιοποιώντας και την καταλυτική προσωπικότητα του Νίκου Ξυλούρη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της κρητικής μουσικής εκτός Κρήτης, τον Ψαραντώνη και το συγκρότημα Χαΐνηδες έως τον Ιρλανδοκρητικό Ρος Ντέιλι στις μέρες μας, επιτρέπουν στην κρητική μουσική παράδοση να παραμένει σήμερα περισσότερο ζωντανή παρά ποτέ.


Ανακτήθηκε από http://el.wikipedia.org/ και εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας.